- αχαρακτήριστος
- και -χτήριστος, -η, -ο (AM ἀχαρακτήριστος, -ον)αυτός που δεν έχει σαφή χαρακτηριστικάνεοελλ.1. όποιος δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να χαρακτηριστεί, να του αποδοθούν σαφή χαρακτηριστικά2. ακατονόμαστος, απρεπής, ελεεινός3. αυτός στον οποίο δεν έχουν αποδώσει ειδικό χαρακτηρισμό οι αρχές ασφάλειας (σχετικά με πολιτικές, ιδεολογικές, κοινωνικές κ.ά. πεποιθήσεις).
Dictionary of Greek. 2013.